Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θηρίο το [θirío] Ο39 : I. άγριο ζώο, κυρίως μεγαλόσωμο και σαρκοβόρο· θεριό: Λιοντάρια, τίγρεις και άλλα θηρία της ζούγκλας. Tον κατασπάραξε ένα άγριο ~. Οι στρατιώτες πολέμησαν σαν τα θηρία, σκληρά και γενναία. II. (μτφ.) 1. (για πρόσ.) α. πολύ σκληρός και αιμοβόρος: Έχασαν κάθε ανθρωπιά μέσα στην αγριότητα του πολέμου και έγιναν θηρία. ΦΡ γίνομαι ~ (ανήμερο), θυμώνω πολύ, εξοργίζομαι: Έγινε ~ μόλις με είδε / μόλις άκουσε τα σχέδιά μου. Δεν πρόλαβα ν΄ ανοίξω το στόμα μου κι έγινε ~ ανήμερο. β. για παιδί πολύ άτακτο: Tι ~ είναι αυτό το παιδί! Kαθίστε φρόνιμα, θηρία! γ. πολύ μεγαλόσωμος: Πώς μεγάλωσε ο γιος σου
, ~ έγινε. Είναι ένα ~ ως εκεί πάνω. δ. που έχει πολύ μεγάλη σωματική ή ψυχική αντοχή: Aυτός δεν αρρωσταίνει ποτέ, είναι ~. Ο άνθρωπος είναι ~, μπορεί να αντέξει και τις μεγαλύτερες συμφορές. ε. για κπ. που η απόδοσή του σε έναν τομέα είναι πολύ εντυπωσιακή: Bρε ~, πώς τα κατάφερες και πήρες πάλι άριστα; Aυτός είναι ~, σε όλα μέσα και σε όλα πρώτος. 2. (για πργ.) α. για κτ. που έχει μεγάλη αντοχή, που δε χαλάει εύκολα, κυρίως για μηχανή ή μηχανισμό: Aυτό το αυτοκίνητο είναι ~, μην το φοβάσαι. β. για κτ. που είναι πολύ μεγάλο: Aυτό το υπερωκεάνιο είναι σωστό ~. γ. (παρωχ.) ο υπόγειος της Aθήνας: Aγκομαχούσε το ~ ώσπου να φτάσει στην Kηφισιά.
θηριάκι το YΠΟKΟΡ (συναισθ.) στη σημ. II1β. [λόγ. < αρχ. θηρίον]
[Λεξικό Κριαρά]
- θηρίο(ν) το· θερίο(ν)· θεριό(ν)· θήριον· θηριό(ν).
-
- 1) Άγριο ζώο, αγρίμι:
- (Ευγέν. 108)·
- (μεταφ.):
- ο φθόνος, το κακό θηρίον (Γεωργηλ., Βελ. Λ 13).
- 2) (Γενικά) ζώο:
- (Τζάνε, Κατάν. 168).
- 3) Μεγάλο φίδι, δράκος:
- (Κυπρ. ερωτ. 9722).
- 4) Κήτος:
- (Βεντράμ., Γυν. 17).
- 5) Παράξενο πλάσμα, τέρας:
- είδε η Παναγία θεριό τρικέφαλο (Αποκ. Θεοτ. I 178).
- 6) (Μεταφ.) η αμαρτία· ο διάβολος:
- του Θεού εχθρός και φίλος του θηρίου (Ιστ. Βλαχ. 1974· Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 564)·
- έκφρ. το νοητόν θηρίον = ο διάβολος, οι δαίμονες:
- (Διγ. Gr. 774).
[αρχ. ουσ. θηρίον. Ο τ. θερίο(ν) και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. θεριό στο Du Cange και σήμ. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Άγριο ζώο, αγρίμι:
[Λεξικό Κριαρά]
- θηριόγνωμος, επίθ.
-
- Που έχει «φρόνημα» θηρίου, σκληρός:
- θηριόγνωμοι και απάνθρωποι (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 165167).
[<ουσ. θηρίον + γνώμη]
- Που έχει «φρόνημα» θηρίου, σκληρός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θηριοδαμαστής ο [θirioδamastís] Ο7 θηλ. θηριοδαμάστρια [θirioδamá stria] Ο27 : αυτός που δαμάζει και εκγυμνάζει άγρια ζώα: Στο τσίρκο ο ~ παρουσιάζει ελέφαντες, αρκούδες κτλ. σε εντυπωσιακά νούμερα.
[λόγ. θηρί(ον) -ο- + δαμαστής, μτφρδ. γαλλ. dompteur des bêtes sauvages· λόγ. θηριοδαμασ(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θηριομαχία η [θiriomaxía] Ο25 : πάλη θηρίων μεταξύ τους ή με ανθρώπους.
[λόγ. < ελνστ. θηριομαχία]
[Λεξικό Κριαρά]
- θηριομαχία η.
-
- Πάλη ανθρώπων με θηρία:
- του δοκιμάσαι εμαυτόν εις θηριομαχίαν (Διγ. Z 1350).
[μτγν. ουσ. θηριομαχία]
- Πάλη ανθρώπων με θηρία:
[Λεξικό Κριαρά]
- θηριόπρακτος, επίθ.
-
- Θηριώδης:
- εις γνώμην θηριόπρακτος, ως λήσταρχος την πράξιν (Φλώρ. 1364).
[<ουσ. θηρίον + πράττω]
- Θηριώδης:
[Λεξικό Κριαρά]
- θήριος, επίθ.
-
- (Προκ. για τόπο) γεμάτος άγρια θηρία, άγριος:
- έλαχα εις χειρότερους θηριοτάτους τόπους (Αιτωλ., Μύθ. 636).
[<ουσ. θηρίον με μεταπλ., αν δεν πρόκ. για το αρχ. επίθ. θήρειος (γρ. ‑ιος, στο Βλάχ., λ. θεργίστικος)]
- (Προκ. για τόπο) γεμάτος άγρια θηρία, άγριος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θηριοτροφείο το [θiriotrofío] Ο39 : 1. χώρος με άγρια ζώα που τα έκλειναν σε κλουβιά και τα παρουσίαζαν στο κοινό για να το ψυχαγωγήσουν: Tα θηριοτροφεία εξελίχθηκαν σε ζωολογικούς κήπους. 2. (μτφ.) για σχολείο με πολύ ζωηρά παιδιά.
[λόγ. < ελνστ. θηριοτροφεῖον]