Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θημωνιάζω [θimonázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω τα δεμάτια των σιτηρών ή του χόρτου θημωνιά ή θημωνιές.
[μσν. θημωνιάζω < θημωνι(ά) -άζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- θημωνιάζω· θεμωνιάζω.
-
- Σωρεύω δεμάτια στάχια και κάνω θημωνιά ή θημωνιές·
- (εδώ μεταφ.):
- με άνεμο των ρουθουνιών σου εθεμωνιάστηκαν τα νερά (Πεντ. Έξ. XV 8).
- (εδώ μεταφ.):
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. (στον πληθ.) = πεσμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, σωριασμένοι:
- Συνδυό, συντρείς, … χαμαί θεμωνιασμένοι (Θρ. Κύπρ. Μ 266).
[μτγν. θημωνιάζω. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Σωρεύω δεμάτια στάχια και κάνω θημωνιά ή θημωνιές·