Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θημωνιά
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θημωνιά η [θimoná] Ο24 : σωρός από δεμάτια σιτηρών ή χόρτου ο οποίος, χάρη στο κατάλληλο σχήμα του και στη σωστή τοποθέτησή του, μπορεί να διατηρηθεί αρκετό χρονικό διάστημα στο ύπαιθρο: Tετράγωνη / κυκλική / κωνική ~.

[ελνστ. θημωνιά]

[Λεξικό Κριαρά]
θημωνιά η· θεμωνιά· θημωνία.
  • Θημωνιά:
    • έστεκαν οι θεμωνιές εις το αλώνι (Συναδ. φ. 77r).

[μτγν. ουσ. θημωνιά. Ο τ. θε‑ στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θημωνιάζω [θimonázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω τα δεμάτια των σιτηρών ή του χόρτου θημωνιά ή θημωνιές.

[μσν. θημωνιάζω < θημωνι(ά) -άζω]

[Λεξικό Κριαρά]
θημωνιάζω· θεμωνιάζω.
  • Σωρεύω δεμάτια στάχια και κάνω θημωνιά ή θημωνιές·
    • (εδώ μεταφ.):
      • με άνεμο των ρουθουνιών σου εθεμωνιάστηκαν τα νερά (Πεντ. Έξ. XV 8).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. (στον πληθ.) = πεσμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, σωριασμένοι:
    • Συνδυό, συντρείς, … χαμαί θεμωνιασμένοι (Θρ. Κύπρ. Μ 266).

[μτγν. θημωνιάζω. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θημώνιασμα το [θimónazma] Ο49 : η ενέργεια του θημωνιάζω.

[θημωνιασ- (θημωνιάζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
θημωνιάστρα η· θεμωνιάστρα.
  • (Πιθ.) χώρος στο αλώνι κατάλληλα διευθετημένος όπου κάπ. θημωνιάζει:
    • (Βαρούχ. 4376).

[<αόρ. του θημωνιάζω + κατάλ. τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες