Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θηλυμανία η.
-
- Ροπή προς τις γυναίκες:
- εις … οίστρον θηλυμανίας (Απολλών. 15).
[<επίθ. θηλυμανής + κατάλ. ‑ία. Η λ. σε σχόλ.]
- Ροπή προς τις γυναίκες:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<επίθ. θηλυμανής + κατάλ. ‑ία. Η λ. σε σχόλ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |