Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θηλυκώνω [θilikóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) 1. κουμπώνω: Θηλυκώσου, μη βγαίνεις έξω ξεθηλύκωτος. 2. (τεχν.) συνδέω δύο αντικείμενα προσαρμόζοντας την άκρη του ενός στην υποδοχή του άλλου.
[μσν. θηλυκώνω < θηλύκ(ι) -ώνω]