Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θηλυκωτήρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θηλυκωτήρι το.
  • Είδος θηλιάς (βλ. ά. 1) σε υπόδημα:
    • να λύσω τα θηλυκωτήρια των παπουτσίων του (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 289v).

[<θηλυκώνω + κατάλ. τήρι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες