Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θηλιά η [θilá] Ο24 : 1α. σκοινί ή κτ. άλλο παρόμοιο, όπως π.χ. σύρμα, λωρίδα υφάσματος κτλ., που η μία του άκρη είναι διπλωμένη και δεμένη έτσι ώστε να σχηματίζει κύκλο, ο οποίος στενεύει όσο κανείς τραβάει την άλλη άκρη του: Kάνω ~ στα κορδόνια των παπουτσιών για να τα δέσω. || βρόχος: Ο δήμιος τράβηξε τη ~ της κρεμάλας και ο κατάδικος απαγχονίστηκε. Aυτοκτόνησε περνώντας μια ~ στο λαιμό του. ΦΡ βάζω (τη) ~ στο λαιμό κάποιου, φέρνω κπ. σε πολύ δύσκολη θέση, τον πιέζω αναγκάζοντάς τον να κάνει κτ.: Mου έβαλε τη ~ στο λαιμό, να του ξοφλήσω το χρέος. βάζω ~ στο λαιμό μου, στενοχωρούμαι, πιέζομαι πολύ για να ανταποκριθώ σε οικονομικές κυρίως υποχρεώσεις. β. (παρωχ.) βρόχι. 2α. πόντος σε πλεχτό: Tράβηξε κατά λάθος τη βελόνα και της έφυγαν δύο θηλιές. H μανταρίστρα πιάνει θηλιές σε νάιλον κάλτσες. || διάκενο σε ψαράδικο δίχτυ· μάτι. β. είδος κουμπότρυπας πλεχτής ή από λεπτό κορδόνι: Δεν άνοιξε κουμπότρυπες στη ζακέτα, αλλά έπλεξε θηλιές. γ. για μικρό κρίκο όπου μπαίνει και στερεώνεται κτ.: H ~ της κόπιτσας, η θηλυκιά κόπιτσα.
[μσν. θηλεά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < θήλεια (ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. θῆλυς)]
[Λεξικό Κριαρά]
- θηλιά η· θελιά.
-
- 1) Θηλιά· είδος κουμπότρυπας από πλεκτό νήμα, κορδόνι, κ.τ.ό., όπου μπαίνει και στερεώνεται κ., για να κλείνει ένα άνοιγμα:
- να φέρεις τα κομπιά εις τις θηλές και να κολλήσεις την τέντα (Πεντ. Έξ. ΧΧVI 11).
- 2)
- α) Βρόχι, παγίδα για πουλιά:
- περδίκιν στην θηλιάν (Κυπρ. ερωτ. 11515)·
- β) (μεταφ.) προκ. για πλεκτάνη:
- τα νέα ευρέματα των ανθρώπων, οπού βάνουσι θηλιά (Χριστ. διδασκ. 139).
- α) Βρόχι, παγίδα για πουλιά:
- 3) Μικρό άνοιγμα σε δίχτυ ή σε ένδυμα:
- Διχτάτην είχε φορεσά … κι εις καθεμιά από τσι θελιές καρδιά σαϊτεμένη (Ερωτόκρ. Β´ 302).
[<ουσ. θηλέα (Ευστάθιος, Du Cange) <επίθ. θήλεια (Θαβώρης 1969: 66). Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Θηλιά· είδος κουμπότρυπας από πλεκτό νήμα, κορδόνι, κ.τ.ό., όπου μπαίνει και στερεώνεται κ., για να κλείνει ένα άνοιγμα: