Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θηλασμός ο [θilazmós] Ο17 : διατροφή ενός βρέφους με γάλα που θηλάζει: Ο πρώτος ~ του βρέφους. Γυναίκα που βρίσκεται στην περίοδο του θηλασμού. || Mητρικός ~, από το στήθος της μητέρας. Tεχνητός ~, με μπιμπερό. Mεικτός ~.
[λόγ. < ελνστ. θηλασμός]