Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θηλή η [θilí] Ο29 : 1. κυλινδρική και σαρκώδης προεξοχή του μαστού από όπου γίνεται ο θηλασμός· ρώγα. || (επέκτ.) λαστιχένιο στόμιο στο μπιμπερό που έχει το σχήμα της θηλής. 2. καθετί που μοιάζει με θηλή. α. (ανατ.) προεξοχή στην επιφάνεια ενός οργάνου: Οι θηλές της γλώσσας / του δέρματος / των τριχών. H ~ του οπτικού νεύρου. β. (βοτ.) μικρή απόφυση στα άνθη και στα φύλλα.
[λόγ. < αρχ. θηλή]
[Λεξικό Κριαρά]
- θήλη, επίθ. θηλ.,
- βλ. θήλυς.