Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θηκάρι το [θikári] Ο44 : (λαϊκότρ.) θήκη ξίφους ή μαχαιριού.
[μσν. θηκάρι(ν) < ελνστ. θηκάριον υποκορ. του αρχ. θήκ(η) -άριον > -άρι]
[Λεξικό Κριαρά]
- θηκάριν το· φηκάρι· φηκάριν· φουκάρι· φουκάριν.
-
- Θήκη:
- στο φουκάριν του βάλε το το σπαθί σου (Φορτουν. Δ´ 176).
[παλαιότ. ουσ. θηκάριον (σχόλ., L‑S). Οι τ. φηκάρι και ‑ιν στο Meursius (λ. φηκάρι) και φουκάρι στο Du Cange (λ. φη‑). Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (‑ι)]
- Θήκη: