Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεώρηση η [θeórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θεωρώ (στις σημ. 2, 3). 1. έλεγχος: α. επίσημου εγγράφου από το αρμόδιο όργανο για να επικυρωθεί (με υπογραφή και σφραγίδα): ~ διαβατηρίου, βίζα. β. κειμένου, για να διορθωθούν σφάλματα που τυχόν υπάρχουν: ~ των τυπογραφικών δοκιμίων. 2. προσεκτική παρατήρηση και εξέταση ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης με σκοπό τη βαθιά γνώση ή την ερμηνεία τους: Γενική / σφαιρική ~ ενός προβλήματος. ~ των κοινωνικών φαινομένων από ορισμένη ιδεολογική άποψη. H ~ ενός έργου τέχνης.
[λόγ. < ελνστ. θεώρη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `κοίταγμα΄, σημδ.: 1α: γαλλ. visa· 1β: γαλλ. révision· 2: γαλλ. contemplation]