Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεότρελος -η -ο [θeótrelos] Ε5 : που είναι πολύ ή τελείως τρελός (στις σημ. 1, 2): Θεότρελα καμώματα / παιχνίδια. Aυτό το παιδί είναι θεότρελο.
[θεο-II + τρελ(ός) -ος]