Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεότητα η [θeótita] Ο28 : 1. η θεϊκή φύση, το σύνολο των ιδιοτήτων του Θεού: Mερικές από τις αιρέσεις αμφισβητούσαν τη ~ του Xριστού. 2. θεός: Aσιατικές / ελληνικές / λατινικές θεότητες. Εκτός από τους δώδεκα θεούς, οι Έλληνες λάτρευαν και πολλές άλλες θεότητες.
[λόγ. < ελνστ. θεότης, αιτ. -ητα (πρβ. λαϊκό Θεότη)]