Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θεόπεμπτος, επίθ.
-
- Σταλμένος από το Θεό:
- (Αργυρ., Βάρν. K 164).
[αρχ. επίθ. θεόπεμπτος. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Σταλμένος από το Θεό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεόπεμπτος -η -ο [θeópemptos] Ε5 : 1. που τον έχει στείλει ο Θεός: ~ σωτήρας / λυτρωτής. 2. (μτφ., θετικά) ανέλπιστος, απροσδόκητος: Θεόπεμπτη σωτηρία.
[λόγ. < αρχ. θεόπεμπτος]