Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεόκουφος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεόκουφος -η -ο [θeókufos] Ε5 : τελείως κουφός: Φώναξέ τον πιο δυνατά, δεν ακούει· είναι ~.

[θεο-II + κουφ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες