Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεόγυμνος -η -ο [θeójimnos] Ε5 : που δε φοράει κανένα ρούχο, τελείως γυμνός· ολόγυμνος, τσίτσιδος: Έβγαλε όλα της τα ρούχα κι έμεινε θεόγυμνη.
[θεο-II + γυμν(ός) -ος]