Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεωρητικός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
θεωρητικός, επίθ.
  • 1) Που έχει ωραία «θεωρία», εμφάνιση:
    • έμορφον άνδρα, θεωρητικόν (Χρον. σουλτ. 2727).
  • 2) Πνευματικός:
    • ζωήν … θεωρητικήν (Σκλέντζα, Ποιήμ. 194).
  • Η δοτ. του θηλ. ως επίρρ. = σύμφωνα με το νόμο (εδώ εκκλησιαστικό):
    • Θεωρητικῄ εγνωρίζετο ότι μητροπολίτης … (Διάτ. Κυπρ. 50428).

[αρχ. επίθ. θεωρητικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεωρητικός 1 -ή -ό [θeoritikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη θεωρία1. α. που στηρίζεται στην αφηρημένη σκέψη και όχι στα δεδομένα της εμπειρίας. ANT πρακτικός: Θεωρητική συζήτηση / αντιμετώπιση ενός προβλήματος. ~ άνθρωπος / θεωρητικό μυαλό, που χρησιμοποιεί την αφηρημένη σκέψη. || Θεωρητικές επιστήμες, που ασχολούνται με τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του ανθρώπου, όπως π.χ. η φιλοσοφία, φιλολογία, θεολογία, κοινωνιολογία κτλ. ANT θετικός: Σχολή με θεωρητική κατεύθυνση. Θεωρητικές σπουδές. β. για επιστήμη ή τέχνη, όταν εξετάζεται με την αφηρημένη σκέψη: Θεωρητική αριθμητική / γεωμετρία, που εξετάζει γενικά τις ιδιότητες των αριθμών / των σχημάτων. ANT πρακτική: Θεωρητική φυσική / χημεία. ANT εφαρμοσμένη. Θεωρητική διδασκαλία της μουσικής. Θεωρητική εκπαίδευση ενός τεχνικού. ANT πρακτική. γ. που στηρίζεται σε τελείως υποθετικά δεδομένα, που συνήθ. δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. ANT πραγματικός: Θεωρητική απόδοση μιας μηχανής. Θεωρητικά κέρδη. H κοινωνική ισότητα είναι μια έννοια τελείως θεωρητική. 2. (ως ουσ.) ο θεωρητικός: α. δημιουργός ή υποστηρικτής μιας θεωρίας: Ο τάδε υπήρξε ~ του ναζισμού / του μαρξισμού. β. αυτός που ασχολείται με τις αρχές, με τη θεωρία μιας τέχνης ή μιας επιστήμης: ~ της τέχνης / του κινηματογράφου. θεωρητικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1, από θεωρητική άποψη: Εξετάζω ένα πρόβλημα ~. ~ μπορεί να έχεις δίκιο, στην πράξη όμως όχι.

[λόγ. < αρχ. θεωρητικός `που αναφέρε ται στη θεωρία, στο στοχασμό΄ & σημδ. γαλλ. théorétique, αγγλ. theoretic, theoretical, μσνλατ. theoreticus < αρχ. θεωρητικός, & γαλλ. théoricien, αγγλ. theoretician, theorist < ελνστ. θεωρία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεωρητικός 2 -ή / -ιά -ό Ε1, Ε2 : (παρωχ., κυρ. για πρόσ.) που έχει ωραία και επιβλητική εμφάνιση: Ένας ωραίος άντρας, ψηλός, γεμάτος, ~.

[λόγ. < μσν. θεωρητικός (στη σημερ. σημ.) < αρχ. θεωρητικός (δες θεωρητικός 1) με εξέλιξη της σημ. κατά τη λ. θεωρία 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες