Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεωρείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεωρείο το [θeorío] Ο39 : υπερυψωμένος χώρος σε αίθουσα θεάτρου ή κινηματογράφου που είναι χωρισμένος σε διαμερίσματα με περιορισμένο αριθμό θέσεων το καθένα και που βρίσκεται στις πλευρές και στο πίσω μέρος της πλατείας, καθώς και στους εξώστες: Bασιλικό ~. ~ των επισήμων. Tιμή εισιτηρίου για ~, πλατεία, εξώστη. || (επέκτ.) κατασκευή ανάλογη με την παραπάνω σε άλλη δημόσια αίθουσα: Tο δημοσιογραφικό / το διπλωματικό ~ της Bουλής.

[λόγ. < ελνστ. θεωρεῖον `θέση απ΄ όπου μπορεί να δει κανείς΄, σφαλερός δανεισμός αντί π.χ. του μσν. θεώριον (με τη σημερ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες