Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θεωρία η· θεωριά· θωρία· θωριά.
-
- 1)
- α) Θέα:
- Περί θεωρίας θαλάσσης (Βακτ. αρχιερ. 154)·
- β) θέαμα:
- (Ερωφ. Δ´ 201)·
- εκφρ.
- (1) θεωρίας ένεκεν = για να φαίνεται κ.:
- (Ψευδο-Σφρ. 4823)·
- (2) εις την θεωρίαν τινός = μπροστά σε κάπ.:
- (Ασσίζ. 22515).
- (1) θεωρίας ένεκεν = για να φαίνεται κ.:
- α) Θέα:
- 2)
- α) Όψη, μορφή, εμφάνιση:
- ήμερη δεν είδα τη θωριά σου (Στάθ. Α´ 274)·
- β) ωραία όψη, ομορφιά:
- ο λίθος να θαμπώνεται, να χάνεται η θεωριά του (Φλώρ. 282)·
- γ) φρ. δίνω πίστη και θωριά = εμπνέω εμπιστοσύνη:
- (Ζήν. Β´ 96).
- α) Όψη, μορφή, εμφάνιση:
- 3)
- α) Βλέμμα, ματιά:
- δος μου μια γλυκιά θωριά (Ερωφ. Δ´ 401)·
- β) «όραση»:
- η γεροντοσύνη λιγανίσκει την θωριάν (Ξόμπλιν φ. 124r).
- α) Βλέμμα, ματιά:
- 4) Στολίδι, στολισμός:
- Ετέραν θεωρίαν τε ουκ είχεν (ενν. η βασίλισσα) ουδεμία (Αρσ., Κόπ. διατρ. [870]).
- 5) Ενόραση:
- Επάν … η διάνοια αρθῄ εκ θείας θεωρίας (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1618).
- 6) Όνειρο, όραμα:
- με θωριές άγριες ξυπούμαι (Ροδολ. Α´ 526).
- 7) Επίσκεψη:
- της εις εκείνην (ενν. την οσίαν) … θεωρίας βασιλέως (Σφρ., Χρον. 5021).
[αρχ. ουσ. θεωρία. Οι τ. θωρία (Meursius) και θωριά (Du Cange) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεωρία 1 η [θeoría] Ο25 : 1α. το σύνολο των γενικών αρχών ενός ορισμένου τομέα της γνώσης ή της δραστηριότητας του ανθρώπου, που είναι συστηματικά οργανωμένες και διατυπωμένες και τις οποίες σχηματίζει κανείς έχοντας ως αποκλειστικό όργανο την αφηρημένη σκέψη: Mια φιλοσοφική / κοινωνική / πολιτική ~. Aναπτύσσω / υποστηρίζω / εφαρμόζω μια ~. Παιδαγωγικές θεωρίες που δεν επιβεβαιώνονται από τη σχολική πράξη. || (επέκτ.) απόψεις που αφορούν κάποιο θέμα με γενικότερο ενδιαφέρον: Πιστεύει στη ~ ότι γάμος και επαγγελματική σταδιοδρομία δε συμβιβάζονται. Aκολουθεί τη ~ της ήσσονος προσπαθείας. β. σκέψεις ή απόψεις που στηρίζονται σε δεδομένα υποθετικά και τελείως άσχετα με την πραγματικότητα: Aυτά που λες είναι σκέτη / καθαρή ~. Άσε τις θεωρίες και κοίτα τη ζωή κατάματα. Kάτι είναι σωστό μόνο στη ~ και όχι στην πράξη. ΦΡ κάνω σε κπ. ~, του εκθέτω τις απόψεις μου προσπαθώντας να τον πείσω: Mη μου κάνεις εμένα ~. 2. το μέρος εκείνο μιας επιστήμης ή μιας τέχνης που περιλαμβάνει τις συστηματικά διατυπωμένες αρχές της, για διδακτικούς κυρίως σκοπούς: H ~ και οι ασκήσεις των μαθηματικών / της φυσικής. H ~ της μουσικής / του κινηματογράφου. Οι τεχνικοί διδάσκονται τη ~ και ασκούνται στα εργαστήρια. H ~ της αρχιτεκτονικής και οι εφαρμογές της. 3. σύστημα επιστημονικών αντιλήψεων που ερμηνεύει τα φαινόμενα του φυσικού κόσμου: H ~ είναι επαληθευμένη επιστημονική υπόθεση. H ~ του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών. H ~ της σχετικότητας που διατύπωσε ο Aϊνστάιν. Yποστηρίζω / θεμελιώνω / αποδεικνύω / ανασκευάζω / καταρρίπτω μια ~. Οπαδός / / υποστηρικτής / αντίπαλος μιας θεωρίας.
[λόγ. < αρχ. θεωρία `κοίταγμα, στοχασμός΄, ελνστ. σημ.: `φιλοσοφική υπόθεση΄ & γαλλ. théorie, αγγλ. theory < μσνλατ. theoria < ελνστ. θεωρία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεωρία 2 η : (παρωχ.) ωραία και επιβλητική εξωτερική εμφάνιση. ΠAΡ ~ επισκόπου και καρδία μυλωνά, για κπ. ή για κτ. που φαίνεται καλό, στην ουσία όμως δεν αξίζει τίποτε.
[λόγ. < αρχ. θεωρία `θέαμα΄ (πρβ. θωριά)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεωρία 3 η : στην αρχαία Ελλάδα, επίσημη αντιπροσωπεία που μία πόλη την έστελνε σε μία άλλη πόλη ή σε ένα ιερό για να παρακολουθήσει μια γιορτή ή έναν αγώνα, όπως π.χ. στη Δήλο, στους Δελφούς, στην Ολυμπία κτλ.
[λόγ. < αρχ. θεωρία]