Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεσπέσιος -α -ο [θespésios] Ε6 : που είναι εξαιρετικά ωραίος, που έχει ένα χαρακτήρα θεϊκής, υπερκόσμιας τελειότητας: Θεσπέσια φωνή / μουσική / ομορφιά. Θεσπέσιο άρωμα / θέαμα / πλάσμα.
θεσπέσια ΕΠIΡΡ: Οι Σειρήνες τραγουδούσαν ~. [λόγ. < αρχ. θεσπέσιος]