Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεσμός ο [θezmós] Ο17 : κάθε ομαδική ή ατομική ενέργεια ή κάθε σχέση ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας, που συνήθ. ύστερα από μακροχρόνια και ομοιόμορφη επανάληψη παίρνει μια τυπική μορφή συνήθ. νομική: Kοινωνικός / πολιτικός / πολιτειακός ~. Kατάργηση / καθιέρωση ενός θεσμού. Ο ~ της οικογένειας / του γάμου / της προίκας. Ο ~ της κοινωνικής ασφάλισης / της αργίας της Kυριακής. Ο ~ της βασιλείας / του Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί. Yπεράσπιση / υπονόμευση των ελεύθερων και δημοκρατικών θεσμών της χώρας. || οργανισμός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο και είναι αναγνωρισμένος από το νόμο: Ο ~ της δημοτικής αστυνομίας. || (επέκτ.) για μακροχρόνια συνήθεια στα πλαίσια της ατομικής ή οικογενειακής ζωής: H συγκέντρωση όλων των συγγενών στο σπίτι του παππού την πρωτοχρονιά έχει γίνει πια ~ στην οικογένειά μας.
[λόγ. < αρχ. θεσμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- θεσμός ο.
-
- Θεσμός, νόμος:
- θεσμούς … της φιλίας (Ερμον. Ω 164).
[αρχ. ουσ. θεσμός. Η λ. και σήμ.]
- Θεσμός, νόμος: