Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεσμοθέτηση η [θezmoθétisi] Ο33 : η ενέργεια του θεσμοθετώ, η καθιέρωση θεσμού, κυρίως κρατικού: H ~ των γεωργικών συνεταιρισμών.
[λόγ. < ελνστ. θεσμοθέτη(σις) -ση]