Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεσμικός -ή -ό [θezmikós] Ε1 : που έχει σχέση με τους θεσμούς, κυρίως τους κρατικούς: ~ νόμος. Θεσμική αλλαγή. Aλλαγή του θεσμικού πλαισίου.
[λόγ. θεσμ(ός) -ικός]