Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεσιθήρας ο [θesiθíras] Ο2 : αυτός που επιδιώκει επίμονα να διοριστεί σε κάποια δημόσια κυρίως θέση, χωρίς να έχει όμως σκοπό να εργαστεί ευσυνείδητα και σοβαρά.
[λόγ. θέσι(ς) + -θήρας κατά το προικοθήρας]