Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θερμότητα η [θermótita] Ο28 : 1α. (φυσ.) η ενέργεια που προέρχεται από τη γρήγορη κίνηση των μορίων κάθε σώματος, μεταδίδεται κυρίως με επαφή ή με ακτινοβολία και έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος που τη δέχεται και τη μείωση της θερμοκρασίας του σώματος που τη δίνει: ~ δημιουργείται ιδίως με την καύση ή με την τριβή. Ο χαλκός είναι καλός / το ξύλο είναι κακός αγωγός της θερμότητας. β. η ιδιότητα του σώματος που εκπέμπει ή που δέχεται την παραπάνω ενέργεια: H ~ του ηλίου / του κλίματος. H ~ των ιαματικών νερών. ANT ψυχρότητα. γ. το αίσθημα που προξενεί στον άνθρωπο ένα θερμό σώμα: Ο ήλιος μας ζεσταίνει γιατί εκπέμπει / ακτινοβολεί ~. ANT ψύχος. 2. (μτφ.) η ιδιότητα του θερμού2· ένταση θετικών συναισθημάτων που εκδηλώνονται με εξίσου έντονο τρόπο. ANT ψυχρότητα: Mε συγκίνησε η ~ του ενδιαφέροντός του / των λόγων του / της υποδοχής που μου έκανε.
[λόγ. < αρχ. θερμότης, αιτ. -ητα]