Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θερμός το [θermós] Ο (άκλ.) : δοχείο με διπλά τοιχώματα, από γυαλί εσωτερικά και από μέταλλο ή πλαστικό εξωτερικά, που διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία του υγρού που περιέχει: Πήρε για το ταξίδι ένα ~ με ζεστό καφέ / με παγωμένο νερό.
[λόγ. < γαλλ. thermos < αγγλ. thermos (σήμα κατατ.) < αρχ. θερμός]
- θερμός, επίθ.
-
- 1) Που έχει υψηλή θερμοκρασία, ζεστός:
- κρέας θερμόν (Ιερακοσ. 4227)·
- (μεταφ.):
- θερμή αγάπη (Θησ. ΙΒ´ [254]).
- 2) (Μεταφ.) ένθερμος, εγκάρδιος:
- ευρέθηκεν παρά Θεού θερμότατος της πίστης (Αργυρ., Βάρν. K 50· Λίμπον. 273).
- 3) Ευκίνητος, ζωηρός:
- (Καλλίμ. 1545).
- 4) Ευαίσθητος:
- είχεν την πληγήν εις τόπον θερμόν … καθά ένι απάνω του μυαλού (Ασσίζ. 43015).
- Το ουδ. ως ουσ. = ζεστό, βραστό νερό:
- (Προδρ. IV 118)·
- τα σωθικά του ως το θερμό βράζου, αναχοχλακίζου (Ερωτόκρ. Β´ 771).
[αρχ. επίθ. θερμός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που έχει υψηλή θερμοκρασία, ζεστός:
- θερμός -ή -ό [θermós] Ε1 : I. (λόγ.) ζεστός. ANT ψυχρός: ~ άνεμος. Θερ μό κλίμα. || Θερμές χώρες, τροπικές. Θερμές πηγές. Θερμά λουτρά. II. (μτφ.) 1α. για πρόσωπο που τα έντονα συναισθήματά του φιλίας και αγάπης εκδηλώνονται με εξίσου έντονο τρόπο. ANT ψυχρός: Είναι τόσο ~ άνθρωπος, που κοντά του δεν αισθάνεται κανείς ξένος. (λόγ.) ΦΡ εν θερ μώ, κάτω από την επίδραση ψυχικής ταραχής, αναστάτωσης. || ~ οπαδός, αφοσιωμένος ή φανατικός. β. για κπ. που έχει έντονες σεξουαλικές επιθυμίες και εκδηλώσεις: ~ άντρας. Θερμή γυναίκα. 2α. για θετικό συναίσθημα πολύ έντονο και πολύ έκδηλο: Θερμή αγάπη / φιλία / πίστη. β. για ενέργεια, εκδήλωση ή κατάσταση που προέρχεται από ένα θετικό συναίσθημα: Θερμή υποδοχή / ατμόσφαιρα. ANT ψυχρός. Σου στέλνω τους θερμούς χαιρετισμούς μου / τις θερμές ευχές μου. Θερμά συλλυπητήρια. Θερμά συγχαρητήρια, εγκάρδια. || Θερμή παράκληση / προσευχή, που την υπαγορεύει μια πολύ δυνατή επιθυμία ή ανάγκη. γ. που ανήκει σε ένα θερμό άνθρωπο, πολύ συναισθηματικό και εκδηλωτικό: Θερμή καρδιά / ματιά. H θερμή αγκαλιά της μάνας. || Θερμά δάκρυα, καυτά, που προέρχονται από μεγάλη λύπη. 3. που χαρακτηρίζεται από έντονη δραστηριότητα, κίνηση, κυρίως στον πολιτικό ή στον κοινωνικό τομέα: Ο ~ Mάης / Iούνιος κτλ. της ελληνικής οικονομίας / διπλωματίας. Οι επόμενοι μήνες προβλέπονται θερμοί για την κυβέρνηση / για τα πανεπιστήμια. || Θερμό επεισόδιο, ένταση που οδηγεί σε σύγκρουση περιορισμένης έκτασης: Εκφράζονται φόβοι για θερμό επεισόδιο στο Aιγαίο. || ΦΡ θερμή (τηλεφωνική) γραμμή (Mόσχας-Ουάσιγκτον), για άμεση ή επείγουσα επικοινωνία ανάμεσα στις κυβερνήσεις δύο χωρών. || (οικον.) Θερμό χρήμα, το κεφάλαιο. 4. Θερμά χρώματα, το κόκκινο, το κίτρινο και το πορτοκαλί. ANT ψυχρά.
θερμά ΕΠIΡΡ στη σημ. II2: Δέχομαι κπ. ~. Συγχαίρω / παρακαλώ κπ. ~. [αρχ. ή λόγ. < αρχ. θερμός]
- θερμοσίφωνας ο [θermosífonas] Ο5 & θερμοσίφωνο το [θermosífono] Ο41 : συσκευή που ζεσταίνει και διατηρεί το νερό ζεστό και που συνδέεται με το υδραυλικό δίκτυο για να υπάρχει συνεχής ροή του νερού: ~ του μπάνιου / της κουζίνας / χωρητικότητας πέντε / δέκα λίτρων. Hλεκτρικός / ηλιακός ~. Aνάβω / σβήνω το θερμοσίφωνο.
θερμοσιφωνάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. thermosiphon < thermo- = θερμο- + siphon < αρχ. σίφ(ων) -ωνας· θερμοσίφων(ας) μεταπλ. -ο κατά τα άλλα σύνθ.]
- θερμοσκοπικός -ή -ό [θermoskopikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον έλεγχο των μεταβολών της θερμοκρασίας: ~ χάρτης. Θερμοσκοπικές παρατηρήσεις.
[λόγ. < γαλλ. thermoscopi que < thermoscop(e) = θερμοσκόπ(ιον) -ique = -ικός]
- θερμοσκόπιο το [θermoskópio] Ο40 : ειδική συσκευή που δείχνει τις μεταβολές της θερμοκρασίας.
[λόγ. < γαλλ. thermoscope < thermo- = θερμο- + -scope = -σκόπιον]
- θερμοστάκτη η.
-
- Ανθρακιά:
- η ευχή της πεθεράς σου θερμοστάκτη εις τα ορχίδια σου (Σπανός B 143).
[<επίθ. θερμός + ουσ. στάκτη. Τ. θερμόσταχτη σήμ. ιδιωμ.]
- Ανθρακιά:
- θερμοστάτης ο [θermostátis] Ο10 : όργανο που διατηρεί τη θερμοκρασία στο εσωτερικό μιας συσκευής ή ενός χώρου μεταξύ δύο προκαθορισμένων θερμοκρασιών: Ρυθμίζω το θερμοστάτη του θερμοσίφωνα. Aυτόματο πλυντήριο / ηλεκτρικό μάτι με θερμοστάτη. Tο ψυγείο είναι εφοδιασμένο με θερμοστάτη ψύξης.
[λόγ. < διεθ. thermo- = θερμο- + -stat = -στάτης]
- θερμοστατικός -ή -ό [θermostatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το θερμοστάτη.
θερμοστατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. θερμοστάτ(ης) -ικός]
- θερμοσυσσώρευση η [θermosisórefsi] Ο33 : εναποθήκευση θερμότητας σε θερμοσυσσωρευτή. || σύστημα οικιακής θέρμανσης.
[λόγ. θερμοσυσσωρευ(τής) -σις > -ση]