Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θερμόλουτρο το [θermólutro] Ο41 : λουτρό με ζεστό νερό, που γίνεται συνήθ. για λόγους υγείας.
[λόγ. θερμο- + λουτρ(όν) -ον μτφρδ. γαλλ. bain chaud]