Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θερμοπομπός ο [θermopombós] Ο17 : είδος θερμαντικής συσκευής.
[λόγ. < γαλλ. thermopompe < thermo- = θερμο- + pompe `τρόμπα, αντλία΄ και pompe à chaleur, με ταύτιση της γαλλ. λ. pompe και της ελλην. λ. πομπός]