Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θερμοπληξία η [θermopliksía] Ο25 : (ιατρ.) το σύνολο των παθολογικών συμπτωμάτων που προκαλεί στον οργανισμό η παρατεταμένη επίδραση της υψηλής θερμοκρασίας του περιβάλλοντος.
[λόγ. θερμο- + αρχ. πλῆξ(ις) `χτύπημα΄ -ία μτφρδ. αγγλ. heat stroke ή γερμ. Hitzchlag]