Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερμοκρασία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θερμοκρασία η [θermokrasía] Ο25 : 1. μέγεθος που χαρακτηρίζει τη θερμική κατάσταση ενός σώματος και που μπορεί να μετρηθεί, βαθμός θερμότητας: H ~ στο εσωτερικό της γης / ενός υγρού / αερίου. Mέτρηση της θερμοκρασίας σε βαθμούς Kελσίου / Φαρενάιτ / Ρεομίρου. Tο νερό βράζει σε ~ 100Γ C. ~ βρασμού / τήξης. Yψηλή / χαμηλή ~. Θετική / αρνητική ~, πάνω / κάτω από το μηδέν. Aύξηση / μείωση της θερμοκρασίας. Aπόλυτη ~, που τη μετρούμε αρχίζοντας από το απόλυτο μηδέν. Σχετική ~, που τη μετρούμε αρχίζοντας από το μηδέν της κλίμακας Kελσίου ή Φαρενάιτ. Kρίσιμη* ~. α. ο βαθμός της θερμότητας ή του ψύχους του ατμοσφαιρικού αέρα που γίνεται αισθητός στο σώμα μας: Tο χειμώνα η ~ κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα. Πτώση / άνοδος της θερμοκρασίας στη Bόρεια / Nότια Ελλάδα. Tρόφιμα που διατηρούνται σε ~ δωματίου. β. ο βαθμός θερμότητας στο εσωτερικό του σώματος ανθρώπων και ζώων: Zώα με σταθερή / ασταθή ~. Yψηλή ~, πυρετός. Παίρνω τη ~ κάποιου, τη μετρώ με θερμόμετρο. 2. (μτφ.) η ένταση που χαρακτηρίζει μια ενέργεια ή μια κατάσταση: Tις παραμονές των εκλογών ανεβαίνει η ~ των πολιτικών παθών.

[λόγ. θέρμ(η) (δες θερμο-) -ο- + αρχ. κρᾶσ(ις) `ανάμειξη υλικών, θερμότητα του αέρα΄ -ία, σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. “κράση” απόδ. γαλλ. température `βαθμός θερμότητας, πυρετός΄ (< λατ. tempero `αναμειγνύω στις σωστές αναλογίες΄) και επίδραση της γαλλ. λ. thermomètre = θερμόμετρο (διαφ. το μσν. θερμοκρασία `ανάμειξη θερμών ποτών΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θερμοκρασιακός -ή -ό [θermokrasiakós] Ε1 : που αναφέρεται στη θερμοκρασία: Θερμοκρασιακές αλλαγές.

[λόγ. θερμοκρασί(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες