Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θερμοηλεκτρικός -ή -ό [θermoilektrikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το θερμοηλεκτρισμό: Θερμοηλεκτρικά φαινόμενα. 2. που στηρίζεται στις αρχές του θερμοηλεκτρισμού: ~ σταθμός, εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με τη μέθοδο της μετατροπής της θερμικής ενέργειας σε ηλεκτρική. Θερμοηλεκτρική ενέργεια.
[λόγ. < γαλλ. thermo-électrique < thermo- = θερμο- + électrique = ηλεκτρικός]