Παράλληλη αναζήτηση
51 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θερμο- [θermo] & θερμό- [θermó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & θερμ- [θerm], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : οι έννοιες θερμός, θερμότητα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. σε αντικειμενικά σύνθετα: ~συσσωρευτής, θερμαγωγός, ~ρρυθμιστικός, ~μετρώ, ~γόνος. 2. σε προσδιοριστικά σύνθετα: α. δηλώνει ότι το β' συνθετικό χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα του θερμού: ~πηγή, θερμόαιμος. β. δηλώνει ότι η θερμότητα αποτελεί το μέσο με το οποίο γίνεται ή λειτουργεί κτ.: ~θεραπεία, ~κοιτίδα, ~κήπιο, ~συγκολλώ. 3. σε παρατακτικά σύνθετα: ~χημεία, ~ηλεκτρικός. 4. με επιτατική σημασία: ~παρακαλώ.
[λόγ. < αρχ. θερμ(ο)- θ. του επιθ. θερμό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. θερμο-λουσία `ζεστό μπάνιο΄ & διεθ. thermo- < αρχ. θερμο-, θέρμ(η) `ζέστη΄ -ο-: θερ μο-δυναμική < γαλλ. thermodynamique & μτφρδ. αγγλ. warm, hot, γαλλ. chauffage, calorique, γερμ. warm- (δες στο θερμόαιμος)]
- θερμόαιμος -η -ο [θermóemos] Ε5 : 1. (βιολ., για ζώο) που η θερμοκρασία του σώματός του, υπό φυσιολογικές συνθήκες, είναι σταθερή και ανεξάρτητη από εκείνη του περιβάλλοντος· ομοιόθερμος. ANT ψυχρόαιμος: Tα θηλαστικά είναι ζώα θερμόαιμα. 2. (μτφ.) που τα συναισθήματά του διεγείρονται εύκολα και εκδηλώνονται με εκρηκτικό τρόπο: Συμπλοκή μεταξύ θερμόαιμων οπαδών αντίπαλων παρατάξεων, ευέξαπτων. ANT ψύχραιμος. Ο μεσογειακός άντρας θεωρείται πολύ ~.
[λόγ. θερμο- + αίμ(α) -ος, μτφρδ.: 1: γερμ. warmblütig, Warmblütler ή γαλλ. (animal à) sang chaud· 2: γαλλ. (qui a le) sang chaud ή αγγλ. hot blooded]
- θερμογόνος -ος / -α -ο [θermoγónos] Ε14 : που παράγει ή αποβάλλει θερμότητα.
[λόγ. < γαλλ. thermogène < thermo- = θερμο- + -gène = -γόνος]
- θερμογραφία η [θermoγrafía] Ο25 : η μέτρηση του θερμικού πεδίου ενός αντικειμένου. || (ιατρ.) διαγνωστική μέθοδος που στηρίζεται στη διαφορά της θερμικής ακτινοβολίας που παρουσιάζουν τα διάφορα σημεία του σώματος.
[λόγ. < γαλλ. thermographie < thermo- = θερμο- + -graphie = -γραφία]
- θερμογράφος ο [θermoγráfos] Ο18 : όργανο που καταγράφει επάνω σε χαρτί τις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας.
[λόγ. < γαλλ. thermographe < thermo- = θερμο- + -graphe = -γράφος]
- θερμοδότης ο.
-
- Αυτός που έχει ως υπηρεσία να φέρνει ζεστό νερό και να το ρίχνει στα χέρια όσων έχουν τελειώσει το φαγητό τους για να νιφτούν:
- (Προδρ. IV 66).
[<ουσ. θερμόν + ‑δότης. Η λ. τον 7. αι. (Lampe) και σε Γλωσσάρ.]
- Αυτός που έχει ως υπηρεσία να φέρνει ζεστό νερό και να το ρίχνει στα χέρια όσων έχουν τελειώσει το φαγητό τους για να νιφτούν:
- θερμοδυναμική η [θermoδinamikí] Ο29 : (φυσ.) κλάδος της φυσικής που εξετάζει τη μετατροπή της θερμότητας σε οποιαδήποτε άλλη μορφή ενέργειας ή αντίστροφα τη μετατροπή οποιασδήποτε άλλης μορφής ενέργειας σε θερμότητα: Οι αρχές της θερμοδυναμικής εφαρμόζονται στα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια.
[λόγ. < γαλλ. thermodynamique < thermo- = θερμο- + dyna mique = δυναμική]
- θερμοδυναμικός -ή -ό [θermoδinamikós] Ε1 : που αναφέρεται στη θερμοδυναμική: Θερμοδυναμικό αξίωμα / σύστημα.
[λόγ. < διεθ. thermo- = θερμο- + dynamic = δυναμικός]
- θερμοηλεκτρικός -ή -ό [θermoilektrikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το θερμοηλεκτρισμό: Θερμοηλεκτρικά φαινόμενα. 2. που στηρίζεται στις αρχές του θερμοηλεκτρισμού: ~ σταθμός, εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με τη μέθοδο της μετατροπής της θερμικής ενέργειας σε ηλεκτρική. Θερμοηλεκτρική ενέργεια.
[λόγ. < γαλλ. thermo-électrique < thermo- = θερμο- + électrique = ηλεκτρικός]
- θερμοηλεκτρισμός ο [θermoilektrizmós] Ο17 : 1. (φυσ.) κλάδος της ηλεκτρολογίας που εξετάζει τις σχέσεις ανάμεσα στα θερμικά και στα ηλεκτρικά φαινόμενα. 2. η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τη θερμική.
[λόγ. < γαλλ. thermoélecricité < thermo- = -θερμο- + électricité = ηλεκτρισμός]