Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θερμικός -ή -ό [θermikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη θερμότητα ως μορφή ενέργειας: Θερμική αγωγιμότητα / αντοχή / μονάδα. 2. που προέρχεται από τη θερμότητα: Θερμική ακτινοβολία / διαστολή / ενέργεια. Θερμικό αίσθημα. || Θερμική μόνωση, που διατηρεί τη θερμότητα. 3. που γίνεται ή λειτουργεί με τη θερμότητα: Θερμική κατεργασία. ~ κινητήρας, που μετατρέπει τη θερμική ενέργεια σε μηχανική.
[λόγ. < γαλλ. thermique < αρχ. θερμ(ός) -ique = -ικός]