Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερμιδικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θερμιδικός -ή -ό [θermiδikós] Ε1 : που έχει σχέση με τις θερμίδες2: Θερμιδική επάρκεια. Οι θερμιδικές ανάγκες του οργανισμού των παιδιών / των εφήβων κτλ.

[λόγ. θερμιδ- (δες θερμίδα) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες