Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεριό το [θerjó] Ο38 : 1. (λαϊκότρ.) θηρίοI: Οι Έλληνες πολεμούν σαν θεριά. ΠAΡ Φοβάται ο Γιάννης* το ~ και το ~ το Γιάννη. 2. (μτφ., λογοτ.) για πρόσωπο ή φυσικό στοιχείο που το χαρακτηρίζει εξαιρετική δύναμη και αγριότητα: Θεριά τους έκανε το βουνό τους αντάρτες. H θάλασσα είναι ~ που δε νικιέται.
[μσν. θεριό < αρχ. θηρίον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τροπή του άτ. [ir > er] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- θερίο(ν), θεριό(ν) το,
- βλ. θηρίο(ν).