Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεριστικός -ή -ό [θeristikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το θέρισμα δημητριακών ή χόρτων, που είναι κατάλληλος γι΄ αυτό: Θεριστική μηχανή. Θεριστικά εργαλεία. 2. (στρατ.): Θεριστική βολή / θεριστικό πυρ, συνεχείς βολές που γίνονται με μικρή μετατόπιση της κάννης του ταχυβόλου όπλου.
[ελνστ. θεριστικός]