Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεριστής ο [θeristís] Ο7 θηλ. θερίστρια [θerístria] Ο27 & (λαϊκότρ.) θερίστρα [θerístra] Ο25 : 1α. αυτός που θερίζει με δρεπάνι: Tα στάχυα σωριάζονταν κομμένα στο πέρασμα των θεριστών. β. (μτφ., λογοτ.) αυτός που προκαλεί ομαδικούς θανάτους: Ο Xάρος, ο ~. 2. (λαϊκότρ.) Θεριστής, ο μήνας Iούνιος.
[1: αρχ. θεριστής· 2: μσν. σημ.· λόγ. θερισ(τής) -τρια· θερισ(τής) -τρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- θεριστής ο.
-
- Θεριστής:
- κόπτουν θερισταί χωράφιν δασωμένον (Αχιλλ. N 572)·
- (μεταφ.):
- (Μορεζίν., Λόγ. 467).
- Ως κύρ. όν. = ο μήνας Ιούνιος:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3733).
[αρχ. ουσ. θεριστής. Η λ. και σήμ.]
- Θεριστής: