Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεριεύω [θerjévo] Ρ5.2α μππ. θεριεμένος : (οικ.) μεγαλώνω, δυναμώνω, αναπτύσσομαι πολύ. α. (για νεαρό άτομο που βρίσκεται στο στάδιο της ανάπτυξης) γίνομαι ψηλός και γεροδεμένος: Εσύ θέριεψες παιδί μου, έγινες σωστός άντρας. β. (για φυτό) ψηλώνω ή φουντώνω πολύ: Θέριεψε ο πλάτανος. Θέριεψαν τα αγριόχορτα και έπνιξαν τα στάχυα. γ. (για στοιχείο της φύσης): Θεριεύουν τα κύματα / οι φλόγες. δ. (για αφηρ. ουσ.) αποκτώ τόση ένταση ή έκταση, ώστε συνήθ. να γίνεται η ύπαρξή μου φανερή: Θέριευε ο πόθος της λευτεριάς στις καρδιές τους. Θεριεύει το μίσος και μας πνίγει. Θεριεύει η επανάσταση.
[θερι(ό) -εύω]