Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεραπεύσιμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεραπεύσιμος -η -ο [θerapéfsimos] Ε5 : που μπορεί να θεραπευτεί· ιάσιμος. ANT αθεράπευτος: Θεραπεύσιμη πάθηση / περίπτωση. Θεραπεύσιμο τραύμα. Θεραπεύσιμο κακό.

[λόγ. θεραπευσ- (θεραπεύω) -ιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες