Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θεραπευτικός, επίθ.
-
- (Μεταφ.) θεραπευτικός:
- θεραπευτικήν παρηγορίαν (Χριστ. διδασκ. 363).
[αρχ. επίθ. θεραπευτικός. Η λ. και σήμ.]
- (Μεταφ.) θεραπευτικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεραπευτικός -ή -ό [θerapeftikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τη θεραπεία των ασθενών ή που είναι κατάλληλος γι΄ αυτή: Ο σκοπός των θερμών λουτρών είναι ~. H θεραπευτική δύναμη / οι θεραπευτικές ιδιότητες μιας ουσίας / ενός φαρμάκου. Θεραπευτική μέθοδος. Θεραπευτική αγωγή, θεραπεία. Θεραπευτική κοινότητα. Προληπτική και θεραπευτική ιατρική. β. (ως ουσ.) η θεραπευτική, κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη και την εφαρμογή των μέσων που είναι κατάλληλα για τη θεραπεία των ασθενών.
θεραπευτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: α: αρχ. θεραπευτικός `που υπηρετεί, που γιατρεύει΄· β: γαλλ. thérapeutique < αρχ. θεραπευτική, ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. θεραπευτικός]