Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεραπεία η [θerapía] Ο25 : 1α. το σύνολο των μέσων που χρησιμοποιεί η ιατρική επιστήμη για να καταπολεμήσει μια ασθένεια ή για να διορθώσει μια ανωμαλία στο σώμα ενός ανθρώπου ή ενός ζώου: Mακρόχρονη / σύντομη / αποτελεσματική / ανεπιτυχής / δαπανηρή ~. Xειρουργική ~. Συντηρητική ~, με φάρμακα ή με άλλη μέθοδο, όχι χειρουργική. Συμπτωματική ~, για την καταπολέμηση των συμπτωμάτων και όχι των αιτίων. Ριζική ~, για την οριστική απαλλαγή από τη νόσο. Παρηγορητική ~, μόνο για την ανακούφιση του αρρώστου. Ειδική / εντατική ~. Εφαρμόζω / δοκιμάζω μια νέα ~ / νέα μέθοδο θεραπείας. β1. αποκατάσταση της υγείας ή διόρθωση μιας ανωμαλίας του σώματος· ίαση, γιατρειά: Πλήρης / οριστική / ανέφικτη ~. Aρρώστια που δεν επιδέχεται ~. Bρίσκω ~, θεραπεύομαι. β2. καταπολέμηση μιας ασθένειας, θεραπεία του ασθενή που πάσχει από αυτή: H ~ της λέπρας / της φυματίωσης. Οι επιστήμονες ελπίζουν ότι θα πετύχουν τη ~ του καρκίνου. 2. (μτφ.) α. διόρθωση μιας ανωμαλίας, μιας βλάβης, ενός σφάλματος: H κοινωνική αποσύνθεση έχει προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε το κακό δεν επιδέχεται ~. Ο μόνος τρόπος θεραπείας της κακής τηλεφωνικής επικοινωνίας είναι η ανανέωση του δικτύου. β. συστηματική απασχόληση με την τέχνη, τα γράμματα ή την επιστήμη· καλλιέργεια: Aποστολή των ωδείων είναι η ~ των μουσικών σπουδών.
[λόγ. < αρχ. θεραπεία `υπηρεσία, ιατρική αγωγή, γιατρειά΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- θεραπεία η· θαραπά· θαράπεια· θεράπεια· θεραπειά.
-
- 1)
- α) Γιατρειά:
- Ψώραν αν έχεις, άνθρωπε, γυρεύεις θεραπείαν (Αλφ. 14111)·
- (μεταφ.):
- (Αιτωλ., Μύθ. 242)·
- β) θεραπευτική αγωγή:
- Επί τον τοιούτον (ενν. τον πυρετόν) ποίει θεραπείαν τοιαύτην (Σταφ., Ιατροσ. 8216).
- α) Γιατρειά:
- 2) Περιποίηση, φροντίδα:
- (Σφρ., Χρον. 9412).
- 3) Ευχαρίστηση, ικανοποίηση:
- (Προδρ. III 144)·
- ποια θεράπειαν άδολη … δύνεται ο κόσμος ο πτωχός ετούτος να μας δώσει; (Φαλιέρ., Ρίμ. 90).
- 4) Εξυπηρέτηση, εκδούλευση:
- (Σφρ., Χρον. 847).
[αρχ. ουσ. θεραπεία. Ο τ. θαρά‑ και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. θερά‑ στο Du Cange. Ο τ. ‑ειά στο Somav. Η λ. και σήμ.]
- 1)