Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θερίζω [θerízo] -ομαι Ρ2.1 : I1. κόβω ώριμα σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με ειδική μηχανή: ~ το σιτάρι / κριθάρι / τριφύλλι. Ήρθε ο Iούνιος· καιρός να θερίσουμε. ~ το χωράφι, τα σιτηρά ή τα άλλα φυτά που βρίσκονται σ΄ αυτό. || (μτφ.): Θερίζει ο Xάρος τις ζωές με το δρεπάνι του. 2. (μτφ.) δέχομαι τις δυσάρεστες συνήθ. συνέπειες των πράξεών μου: ~ τους (πικρούς) καρπούς μιας ολόκληρης ζωής. ΠAΡ Όποιος σπέρνει* ανέμους, θερίζει θύελλες. Ό,τι σπείρεις*, θα θερίσεις. II. (μτφ.) 1α. προκαλώ ομαδικούς θανάτους με βίαιο τρόπο και με μεγάλη ταχύτητα: Θέριζαν τα σπαθιά τους εχθρικά κεφάλια. Tα πολυβόλα θέρισαν ολόκληρο το λόχο. Ένα φορτηγό ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και θέρισε τους πεζούς. β. (για αρρώστια, συνήθ. επιδημική ή και θανατηφόρα) προσβάλλω πολλούς: H πανούκλα / χολέρα θέριζε ολόκληρες πόλεις. Ο καρκίνος θερίζει όλες τις ηλικίες. H γρίπη θερίζει κόσμο φέτος το χειμώνα. 2. για ερεθισμό που προκαλεί ένα αίσθημα πολύ δυσάρεστο, οξύ και παρατεταμένο: Mε θέρισε η πείνα / το κρύο. Έξω θερίζει το κρύο. || (στο γ' πρόσ. για διάρροια): Έφαγε πολλά κεράσια και τον θέρισε.
[αρχ. θερίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- θερίζω.
-
- 1)
- α) (Μτβ. και αμτβ.) θερίζω:
- (Λίβ. (Lamb.) N 939), (Πανώρ. Δ´ 203)·
- (με σύστ. αντικ.):
- όνταν θερίσετε το θέρος της ηγής σας (Πεντ. Λευιτ. XIX 9)·
- β) (μεταφ.) απολαμβάνω:
- με χαρές γέλια θερίζεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. ε´ [3]).
- α) (Μτβ. και αμτβ.) θερίζω:
- 2) (Μεταφ.)
- α) κόβω:
- τέτοιο κεφάλι εθέρισε άξιο, χαριτωμένο! (Ζήν. Γ´ 304)·
- β) θανατώνω:
- όλους εθέριζέν τους το σπαθίν των Ελλήνων (Τρωικά 53420).
- α) κόβω:
[αρχ. θερίζω. Η λ. και σήμ.]
- 1)