Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεούσα η [θeúsa] Ο25 : (μειωτ.) για γυναίκα που ασχολείται υπερβολικά με τη θρησκεία και που συνήθ. έχει πολύ συντηρητική εμφάνιση και συμπεριφορά: Ο κότσος στα μαλλιά είναι βασικό χαρακτηριστικό μιας θεούσας.
[θε(ός) -ούσα]