Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θεοτικός, επίθ.
-
- Θεϊκός:
- μαντάτο … θεοτικό (Θυσ. 246 κριτ. υπ).
[<ουσ. θεότης + κατάλ. ‑ικός. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Θεϊκός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεοτικός -ή -ό [θeotikós] Ε1 : (κυρ. ως ουσ. στον πληθ.) τα θεοτικά, μέσα (ιερές εικόνες, βιβλία, τελετές) που χρησιμοποιούνται κυρίως για θεραπεία ασθενειών: Aπελπίστηκε απ΄ τους γιατρούς και το ΄ριξε στα θεοτικά.
[μσν. θεοτικός < ελνστ. θεότ(ης) -ικός]