Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοσκότωτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θεοσκότωτος, επίθ.
  • Καταραμένος από το Θεό:
    • (Χρον. Τόκκων 2199).

[<ουσ. Θεός + σκοτώνω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες