Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοσκότεινος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεοσκότεινος -η -ο [θeoskótinos] Ε5 : που είναι τελείως, απόλυτα σκοτεινός: Kατεβήκαμε σ΄ ένα θεοσκότεινο υπόγειο. θεοσκότεινα ΕΠIΡΡ: Εδώ μέσα είναι ~, δε βλέπεις τίποτα.

[θεο-II + σκοτειν(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες