Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοσκόταδο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεοσκόταδο το [θeoskótaδo] Ο41 : πυκνό, απόλυτο σκοτάδι.

[θεο-II + σκοτάδ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες