Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοποιώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεοποιώ [θeopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. θεωρώ κπ. ή κτ. ως Θεό, του αποδίδω θεϊκές ιδιότητες: Οι πρωτόγονοι λαοί θεοποιούσαν τα στοιχεία της φύσης. β. εξυψώνω κπ. θνητό στο επίπεδο των θεών, τον κατατάσσω μεταξύ των θεών: Mετά το θάνατό του ο Hρακλής θεοποιήθηκε. 2. (μτφ.) αποδίδω σε κπ. ή σε κτ. εξαιρετικές ιδιότητες, εκτιμώ, θαυμάζω υπερβολικά: H καταναλωτική κοινωνία θεοποίησε το χρήμα.

[λόγ. < ελνστ. θεοποιῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
θεοποιώ.
  • Κάνω, θεωρώ κάπ. θεό:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2684
    • μόνον την κοιλίαν θεοποιεί, την δε ψυχήν αφήκεν έρημον (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι IV 47).

[μτγν. θεοποιέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες