Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεολόγος ο [θeolóγos] Ο18 θηλ. θεολόγος [θeolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη θεολογία: Οι Γραφές αποτελούν αντικείμενο έρευνας των θεολόγων. || ειδικότητα καθηγητή της μέσης εκπαίδευσης: Πολλοί θεολόγοι είναι αδιόριστοι.
[λόγ. < αρχ. θεολόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- θεολόγος ο· θεόλογος.
-
- Αυτός που ασχολείται με τα θεολογικά ζητήματα, ο κάτοχος της θεολογικής επιστήμης:
- διδασκαλία των αγίων θεολόγων (Άνθ. χαρ. 28815)·
- (ως επίθ.):
- θεολόγος δάσκαλος (Πικατ. 395).
- Ως προσων.:
- Γρηγόριε Θεόλογε (Διήγ. ωραιότ. 70).
[αρχ. ουσ. θεολόγος. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που ασχολείται με τα θεολογικά ζητήματα, ο κάτοχος της θεολογικής επιστήμης: