Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεολογικός -ή -ό [θeolojikós] Ε1 : που σχετίζεται με τη θεολογία ή με το θεολόγο: Θεολογικές έρευνες / συζητήσεις. Θεολογική Σχολή. Θεολογικές αποδείξεις για την ύπαρξη θεού. || (ως ουσ.) η Θεολογική, η θεολογική σχολή του πανεπιστημίου: H γραμματεία της Θεολογικής.

[λόγ. < αρχ. θεολογικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες